- επιχρίμπτω
- ἐπιχρίμπτω (Α)1. φέρνω κάτι επάνω από κάτι άλλο («ἐπιχρίμπτων νέφος ἐπὶ γαῑαν»)2. επιτίθεμαι3. παθ. ἐπιχρίμπτομαιακουμπώ, στηρίζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χρίμπτω «πλησιάζω, φέρνω κοντά»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.